- ὁπλιτοπάλας
- ὁπλιτοπάλᾱς , ὁπλιτοπάληςheavy-armed warriormasc acc plὁπλιτοπάλᾱς , ὁπλιτοπάληςheavy-armed warriormasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπλιτοπάλης — ὁπλιτοπάλης και δωρ. τ. ὁπλιτοπάλας, ὁ (Α) πολεμιστής βαριά οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + πάλης (< πάλη), πρβλ. λειοντο πάλης, μονο πάλης] … Dictionary of Greek